- κορυφαγενής
- κορυφαγενής, -ές (Α)1. (ως επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) (για τρίγωνο) ισόπλευρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφά (δωρ. τ. τού κορυφή) + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, νυμφα-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.